ναυστολῶ

ναυστολῶ
ναυστολέω
carry
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ναυστολέω
carry
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ναυστολώ — ναυστολῶ, έω (Α) [ναύστολος] 1. μεταφέρω μέσω θαλάσσης 2. (για πλοίο) ταξιδεύω 3. περνώ από έναν τόπο ταξιδεύοντας με πλοίο 4. μτφ. οδηγώ, διευθύνω, κυβερνώ …   Dictionary of Greek

  • ναυστόλημα — ναυστόλημα, τὸ (Α) [ναυστολώ] συν. στον πληθ. τά ναυστολήματα η ναυστολία* …   Dictionary of Greek

  • ναυστόλησις — ναυστόλησις, ἡ (Μ) [ναυστολώ] θαλασσινό ταξίδι …   Dictionary of Greek

  • συνναυστολώ — έω, Α συνταξιδεύω με άλλον στο ίδιο πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ναυστολῶ «ταξιδεύω με πλοίο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”